Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Ο Λιτούμα στις Άνδεις

ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ



ΠΕΡΟΥ
MARIO VARGAS LLOSA
Ο ΛΙΤΟΥΜΑ ΣΤΙΣ ΑΝΔΕΙΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΑΡΑΣ ΜΠΕΝΒΕΝΙΣΤΕ
ΕΞΑΝΤΑΣ 1998
(σελ. 328)

Στο μυθιστόρημά του αυτό (1993) ο Περουβιανός συγγραφέας, τιμημένος με το τελευταίο νόμπελ λογοτεχνίας (2010) («για τη χαρτογράφηση των δομών της εξουσίας και τις διεισδυτικές εικόνες της αντίστασης του ατόμου, της εξέγερσης και της ήττας του») συνθέτει μια αριστοτεχνική συμφωνία, ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, στην προκατάληψη και την επιστήμη, καθώς και στην αγριότητα και την έμφυτη ευγένεια του ανθρώπου… Με μουσική υπόκρουση τους ανέμους των Άνδεων, τους κόνδορες να κράζουν απειλητικά και το σάλαγο από τις τρομαχτικές κατολισθήσεις των βουνών που ισοπεδώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους.
Σκηνικό της ιστορίας ένα άθλιο παράπηγμα που χρησιμεύει ως σταθμός της πολιτοφυλακής σ’ ένα χωριό της σιέρας και πρωταγωνιστές ο δεκανέας Λιτούμα κι ο βοηθός του πολιτοφύλακας Καρένιο. Και διαρκώς παρούσα η υπαρκτή απειλή της τρομοκρατικής οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι» που ουσιαστικά ελέγχει την περιοχή, έτοιμη να εφαρμόσει την ποινή του λιθοβολισμού μέχρι θανάτου σε κάθε «πράκτορα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και του σοβιετικού ρεβιζιονισμού» μόνο και μόνο γιατί δεν είναι διατεθειμένος να συμπράξει στο «επαναστατικό» έργο της.
Εκτός όμως από το «Φωτεινό Μονοπάτι», παρούσες είναι στην αφήγηση και οι υπερφυσικές δυνάμεις των Ινκας: Τα πνεύματα των βουνών (άπου), των κατολισθήσεων (γουάικο) και οι αναρίθμητοι βρικόλακες (πιστάκο) που φωλιάζουν στις σπηλιές τους και συνεχίζουν, όπως στους προκολομβιανούς πολιτισμούς, να απαιτούν προσφορές και ανθρωποθυσίες… Και οι Ινδιάνοι της σιέρας, οι λευκοί , οι μιγάδες και οι νέγροι της ακτής, χαμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις σκοτεινές δυνάμεις του χτες και του σήμερα, δεν μπορεί παρά να υποκύψουν… Αυτοί είναι απλοί εργάτες, χειρώνακτες στο εργοτάξιο της διάνοιξης ενός εθνικού δρόμου, που ούτε ισπανικά μιλούν καλά-καλά, καθώς επικοινωνούν μεταξύ τους στην τοπική διάλεκτο των Ινδιάνων. Γι αυτούς ο πολιτισμός δεν έφτασε ακόμη στα χωριά και στις καλύβες τους. Αιώνια θύματα της εκμετάλλευσης των ολίγων, αρχίζουν να εγκαταλείπουν τη γη των προγόνων τους που δεν τους δέχεται πια και να συρρέουν στις πόλεις ή να εναποθέτουν τη σωτηρία τους στη νέα μαοϊκή τρομοκρατική οργάνωση που στο πέρασμά της εκτελεί με λιθοβολισμό τους πλούσιους, του ανθρώπους της εξουσίας, τους επιστήμονες, τους ομοφυλόφιλους. Ο συγγραφέας μέσα από το έργο του ασκεί μια εύστοχη αλλά όχι κραυγαλέα κριτική στην πολιτική εξουσία της πατρίδας του για τη στάση της απέναντι στην προοδευτική αποσύνθεση των κατοίκων του Περού που χειμάζονται από τη φτώχεια, την ανασφάλεια και την απειλή των βαρόνων της κοκαΐνης.
Ο Λιόσα, που ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική (το 1990 κατέβηκε στις προεδρικές εκλογές του Περού ως υποψήφιος της κεντροδεξιάς-και τις έχασε) πιστεύει ότι η δίψα για την εξουσία μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε τέρατα. Επιχειρεί λοιπόν μέσα από τα έργα του να ανιχνεύσει αυτή την αντίληψη. Αποστρέφεται βέβαια τη στρατευμένη λογοτεχνία, καθώς πιστεύει ότι «μπορείς να χρησιμοποιήσεις την πολιτική προς όφελος της λογοτεχνίας, αλλά δεν μπορείς να κάνεις το αντίστροφο»
Παραστατική ευθύγραμμη αφήγηση (με συχνά αυτοτελή παρένθετα επεισόδια, κυρίως από τη δράση των μαοϊκών ανταρτών), αλλά και μια αντίστιξη που λειτουργεί ως intermezzo: την παρένθεση του μεγάλου έρωτα του Καρένιο που τον αφηγείται ο ίδιος τα ατέλειωτα βράδια στον προϊστάμενό του κι απαλλάσσει τον αναγνώστη προς στιγμήν από την ένταση της κύριας διήγησης. Και τα δυο αφηγηματικά μοτίβα-αυτό της κύριας δράσης του δεκανέα, που δίνεται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, κι εκείνο της ιστορίας του έρωτα του βοηθού του, σμίγουν αριστοτεχνικά στο τέλος, όπου ο συγγραφέας επιφυλάσσει για τον αναγνώστη μια πρώτης τάξεως έκπληξη. Μια έκπληξη που συνδέει το παρόν με το παρελθόν, την ιστορία με το παρόν, το μύθο με την καθημερινή πραγματικότητα του τόπου.
Η μετάφραση, της Σάρας Μπενβενίστε, εύστοχη, λειτουργική, με συχνές βοηθητικές παραπομπές στο τέλος της σελίδας –κι όχι στο τέλος του έργου, πράγμα που δυσχεραίνει την ανάγνωση- αλλά χωρίς κάποιον βοηθητικό πρόλογο ή επίλογο που θα βοηθούσε τον αναγνώστη να αποχτήσει μια πλήρη εικόνα του συγγραφέα και του έργου του. Και απορίας άξιο γιατί χρησιμοποιεί για το όνομα του συγγραφέα τον τύπο «Γιόσα» αντί του ορθού «Λιόσα» (Llosa)