Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Ο Δερβίσης και ο Θάνατος


ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΒΟΣΝΙΑ
MESA SELIMOVIC
Ο ΔΕΡΒΙΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ
ΑΘΗΝΑ 1986 (σελ. 456)

Ο «Δερβίσης και ο Θάνατος», ένα έργο-σταθμός στη σύγχρονη λογοτεχνία των Βαλκανίων, πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Βόσνιο Μέσα Σελίμοβιτς στο Βελιγράδι το 1986, στα χρόνια της κραταιάς Γιουγκοσλαβίας. Κυοφορούνταν όμως μέσα του, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί στις «Αναμνήσεις» του, για μια ολόκληρη εικοσαετία. Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί μια άλλη «ανάγνωση» του ιστορικού γίγνεσθαι της Βοσνίας, που διαφέρει ριζικά από εκείνη του ορθόδοξου συμπατριώτη του Ίβο Άντριτς. Ο τελευταίος, τόσο στο «Χρονικό του Τράβνικ», όσο και στο «Γεφύρι του Δρίνου», αναπτύσσει τη ζωή των ηρώων του μέσα σε ένα εύκολα αναγνωρίσιμο ιστορικό σκηνικό και παρακολουθεί τα έργα και τα πάθη τους, όπως αυτά καθορίζονται από την εκάστοτε πολιτική αναγκαιότητα. Όμως ο μουσουλμάνος Μέσα Σελίμοβιτς με το «Δερβίση» του αναλύει και αποκαλύπτει, με ότι αυτό συνεπάγεται, τη σκαιότητα της εξουσίας, της κάθε λογής εξουσίας, και την επίδρασή της στον άνθρωπο, ο οποίος, γυμνός και απροστάτευτος, φέρεται και άγεται χωρίς έλεος απ΄ αυτήν.
Ο χώρος, μέσα στον οποίο ζουν και κινούνται οι χαρακτήρες του, δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια πουθενά. Εύκολα όμως ο αναγνώστης αναγνωρίζει ότι η «κωμόπολη», καθώς αναφέρεται συχνά, είναι το Σεράγεβο. Όσο για το χρόνο, με μεγάλη επιφυλακτικότητα, ο προσεχτικός αναγνώστης θα μπορούσε να τον ορίσει γύρω στο 1875, τότε που ξέσπασε η εξέγερση της Ερζεγοβίνης και πνίγηκε στο αίμα από τη σουλτανική εξουσία. (Ο μεταφραστής στο οπισθόφυλλο του βιβλίου τον ορίζει «κάπου στον 18ο αιώνα»).
Ο κεντρικός ήρωας του έργου μάς συστήνεται από την αρχή: λέγεται Αχμέτ Νουρεντίν, είναι σαράντα χρονών και σεΐχης του τάγματος των Μεβλεβήδων. Από το πρώτο κι όλας κεφάλαιο καταλαβαίνουμε ότι θα παρακολουθήσουμε την αντιπαράθεσή του προς την αόρατη και πανταχού παρούσα σουλτανική εξουσία. Από ‘δω εξάλλου πολλοί συγκρίνουν το έργο με τη «Δίκη» του Κάφκα. Η «εξέγερση» είναι η λέξη που δεν πρέπει κανείς όχι μόνο να την εκστομίζει, αλλά ούτε και να τη σκέφτεται. Κι ο ίδιος ο σεΐχης δεν θα είχε κανένα πρόβλημα σ’ αυτό. Η βαθιά πίστη του στο Κοράνι και στην ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το ηρωικό του παρελθόν (υπήρξε ήρωας του πολέμου ενάντια στους Αυστριακούς) τον βοηθούν να έχει ήσυχη τη συνείδησή του. «Ο φόνος δεν μπορεί να γίνει παράδειγμα και ενθάρρυνση, προκαλεί καταδίκη και αποστροφή» σημειώνει κάπου. «Ενώ η εξέγερση μοιάζει με ηρωισμό» καταλήγει.
Τι θα συμβεί όμως όταν ο μικρός αδελφός του, που ξεκινούσε την καριέρα του στην ίδια πόλη ως γραφιάς , συλληφθεί και εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες στο Κάστρο, με την κατηγορία ότι είχε κάποιες επαφές με τους εξεγερμένους; Εδώ ο συγγραφέας μάς αναπτύσσει εξαντλητικά μέσα από έναν εσωτερικό μονόλογο τη σύγκρουση του ήρωά μας, μια καταλυτική σύγκρουση, ανάμεσα σ’ ένα ακλόνητο και βαθιά ριζωμένο πιστεύω , από τη μια, και στο καθήκον της αλληλοβοήθειας και της άνευ όρων συμπαράστασης στο άτομο της οικογένειας που πάσχει, από την άλλη . Κι όταν η πλάστιγγα γείρει οριστικά προς τη μεριά του «αδικημένου» αδελφού, δεν θα διστάσει να έρθει κι ο ίδιος σε σύγκρουση με τις δομές της πανίσχυρης εξουσίας. Τότε θ’ ανοίξει διάπλατα τα μάτια του και θα τεντώσει τ’ αυτιά του προς όλους όσους υποφέρουν σιωπηλά χρόνια τώρα και τυραννιούνται από τον παραλογισμό της εξουσίας που δεν έχει τέλος. Σ’ αυτό το σημείο θα λέγαμε ότι τελειώνει η πρώτη πράξη του δράματος.
Μόνο που γρήγορα θα αντιληφθεί, με τον πιο σκληρό τρόπο, ότι δεν του είναι εύκολο να αντέξει ένα παρόμοιο δρόμο. Κι όταν μάλιστα δοκιμάσει κι ίδιος το απόλυτο σκοτάδι, την υγρασία και την εκκωφαντική σιωπή των μπουντρουμιών στο Κάστρο της πόλης , όταν θα ζήσει την αβάσταχτη αγωνία της άφιξης από την Πόλη του «κατούλ φιρμάν» (καταδικαστικό διάταγμα) που θα διατάσσει τη θανάτωσή του, τότε θα πάρει την απόφαση να προσχωρήσει κι ο ίδιος στις δομές της πανίσχυρης εξουσίας, για να σωθεί. Και από εκεί, από το σεβαστό πια αξίωμα του καδή, θα ξεκινήσει ένα άλλο δρόμο χωρίς γυρισμό: να υπηρετεί τη δοτή εξουσία που εσκεμμένα του πρόσφεραν. Με απόλυτη αφοσίωση μάλιστα. Οι γνωστοί και οι φίλοι που ορκίζονταν στ΄ όνομά του τώρα αποστρέφουν απ’ αυτόν το πρόσωπό τους και τον τρέμουν. Έτσι κλείνει και η δεύτερη πράξη της τραγωδίας.
Θα έρθει όμως κάποτε η στιγμή που θ’ αναγκαστεί να αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό : όταν κληθεί να προδώσει και να συντρίψει το μοναδικό του φίλο, που αποδεδειγμένα υπονόμευσε την ακεραιότητα του σουλτανάτου. Ποια τάχα θα είναι η στάση του; Η συνάντησή του με το φάσμα του επικείμενου θανάτου και οι εσωτερικές διεργασίες του που θα τον οδηγήσουν να τον δεχτεί, αποτελούν το κύκνειο άσμα αυτού μονόλογου. Εδώ ο αναγνώστης δεν μπορεί να μη σκεφτεί την ανάλογη κατάληξη του ήρωα στον «Ξένο» του Καμύ. Μόνο που εκεί ο ήρωας βαδίζει στο θάνατο για ένα παράλογο έγκλημα. Ενώ εδώ για μια ηθικά δικαιωμένη απόφαση.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας αποφεύγει να εντάξει τη διήγησή του στην πολυεθνική και πολυθρησκευτική κοινωνία της Βοσνίας. Με εξαίρεση το πανηγύρι της ορθόδοξης γιορτής του Αγίου Γεωργίου, στο οποίο γίνεται μια περιφρονητική νύξη, και την αναφορά του σ’ ένα ζευγάρι Κροατών «Λατίνων» από το Ντουμπρόβνικ -που αποτελούσε τότε κτήση των Αψβούργων- η όλη πλοκή του έργου εκτυλίσσεται σ’ ένα βαθύ μωαμεθανικό και τουρκικό σκηνικό. Στο οποίο κυριαρχεί η αντίληψη του «Όπως τα βρήκαμε, έτσι θα τ΄ αφήσουμε»…
Η μετάφραση από τα σερβοκροατικά του Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη, λιτή και εμπνευσμένη, δεν αφήνει στον αναγνώστη περιθώρια για παρερμηνείες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: