Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Κόκκινος Απρίλης

ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΠΕΡΟΥ

SANTIAGO RONCAGLIOLO

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ :ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΠΟΝΑΤΣΟΥ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2006
σελ. 320

Η επιθυμία του καταξιωμένου στη Λατινική Αμερική περουβιανού πεζογράφου Santiago Roncagliolo (Λίμα 1975) ήταν να γράψει «ένα θρίλερ με κατά συρροήν δολοφόνους», όπως μας εξομολογείται. Και το επιχείρησε με τέτοια επιτυχία (Abril Rojo 2006), ώστε απέσπασε το μεγάλο για τους ισπανόφωνους λογοτέχνες βραβείο Alfaguara για το 2006. Η επιτυχία του βέβαια, δεν οφείλεται τόσο στην ευρηματική πλοκή του μυθιστορήματος, η οποία με τις απρόβλεπτες ανατροπές της κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όσο στο φυσικό και ιστορικό περιβάλλον του έργου, το οποίο ο Roncagliolo δανείστηκε από την πρόσφατη ιστορία της χώρας του, και ειδικότερα από τη δράση της εξτρεμιστικής οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι». Mια δράση όμως που έχει τερματιστεί τo διάστημα που ο συγγραφέας τοποθετεί την υπόθεση του έργου του, δηλαδή στο χρονικό διάστημα από τις 9 Μαρτίου ως τις 3 Μαΐου του 2000.
Και όπως μας πληροφορεί ο ίδιος , παρόλο που τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι φανταστικά, οι ανατριχιαστικές μέθοδοι του πολέμου που εφαρμόζει σ' αυτό το Φωτεινό Μονοπάτι, καθώς και εκείνες της αντιτρομοκρατικής ανάκρισης, είναι πέρα για πέρα αληθινές.
Η πλοκή του έργου τοποθετείται στο Αγιακούτσο (Ayacucho) , μια μεσόγεια πόλη του Περού με μεγάλη τουριστική κίνηση, καθώς αποτελεί τον αναγκαίο σταθμό των τουριστών που προορίζονται για το θρυλικό Machu Pichu των Ινκας. Η εικόνα όμως της πόλης, όπως τη μεταμορφώνει ο συγγραφέας κάθε άλλο παρά συμβαδίζει με την εικόνα μιας τουριστικής πόλης. Είναι μια πόλη-φάντασμα που κατοικείται από φαντάσματα! Το μοτίβο της πόλης-φάντασμα το γνωρίζουμε πολύ καλά, καθώς ο πρώτος που το εμπνεύστηκε είναι ο μεξικανός Juan Ramon Rulfo στο έργο του Pedro Peramo (δες σχετική αναφορά στο παρόν ιστολόγιο)… Οι τουρίστες εδώ έχουν κατακλύσει την πόλη, όχι για τη φημισμένη ακρόπολη των Ίνκας, αλλά για να συμμετάσχουν στις μυστικιστικές τελετές του Πάσχα, που δεν θυμίζουν όμως σε τίποτε την ομώνυμη γιορτή της χριστιανοσύνης. Η πόλη συγκλονίζεται από αλλεπάλληλα φρικιαστικά εγκλήματα, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των αρχών να τα συγκαλύψουν για τουριστικούς λόγους . Τα θύματα βρίσκονται καμένα ή χωρίς κάποιο μέλος του σώματός τους που έχει αποσπαστεί βίαια από τους δολοφόνους. Και βέβαια η σκέψη όλων στρέφεται στο «Φωτεινό Μονοπάτι» η δράση του οποίου όμως, όπως υποστηρίζουν οι στρατιωτικές αρχές της χώρας, έχει οριστικά τερματιστεί.
Τα εγκλήματα αυτά καλείται να εξιχνιάσει ο έντιμος και αφελής εισαγγελέας Φέλιξ Τσακαλτάνα Σαλντίβαρ, ο οποίος ζει μόνος του αλλά με τη μόνιμη συντροφιά… της πεθαμένης μητέρας του. Στην υπόθεση εμπλέκονται ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης, ένας ιερέας, ένας αστυνομικός, ο διοικητής των φυλακών υψίστης ασφαλείας της περιοχής και μια νεαρή σερβιτόρα. Και οι εκπλήξεις και οι ανατροπές ακολουθούν η μία την άλλη.
Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη είναι η σύνδεση του θέματος με τον αρχαίο θρύλο των Ίνκας, που αναφέρεται στην αποτυχημένη εξέγερση του βασιλιά των Ίνκας Τούπακ Αμάρου, και στον άγριο διαμελισμό του από τους ισπανούς κατακτητές μετά την ατυχή έκβαση της επανάστασής του, καθώς και στη διασπορά των μελών του στα τέσσερα σημεία της αυτοκρατορίας από το φόβο της ανάστασής του!
Ο συγγραφέας κατορθώνει να πείσει τον αναγνώστη ότι οι μέθοδοι των μελών του Φωτεινού Μονοπατιού έχουν αυτή την καταγωγή. Κι ο αναγνώστης ζει όλη τη φρίκη αυτής της άγριας πρακτικής, η οποία βέβαια προκαλεί και τα αντίποινα των παραστρατιωτικών οργανώσεων της χώρας που συναγωνίζονται κι αυτές σε αγριότητα τη διαβόητη τρομοκρατική οργάνωση. Κι όλα αυτά με φόντο το άγριο τοπίο των Άνδεων και τα αφιονισμένα πλήθη των πιστών που συμμετέχουν στις τελετές του θανάτου, της ταφής και της ανάστασης του Χριστού.
Ο συγγραφέας μέσα από τις σελίδες του βρίσκει την ευκαιρία να καυτηριάσει τη διοίκηση του προέδρου Αλβέρτο Φουτζιμόρι, του εξολεθρευτή των τρομοκρατών, στηλιτεύοντας τις υπερεξουσίες του στρατού στη διοίκηση της χώρας, την προϊούσα διαφθορά της δημόσιας διοίκησης και την απελπιστική κατάσταση των Ινδιάνων αγροτών στις Άνδεις που ονειρεύονται πότε θα ξαναενωθούν τα μέλη του Τούπακ Αμάρου, "τα οποία όλον αυτόν τον καιρό μεγαλώνουν κάτω από τη γη και εκτείνονται ώσπου να συναντηθούν, οπότε θα κλείσει ο κύκλος των Ίνκας"

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Η Πορτοκαλιά

ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΜΕΞΙΚΟ

CARLOS FUENTES

Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΕΦΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΓΡΑ 1994 (σελ. 274)


Την «Πορτοκαλιά» του διάσημου μεξικανού πεζογράφου Carlos Fuentes, την αποτελούν πέντε νουβέλες, γραμμένες σε διαφορετικό χρόνο και τόπο, που δύσκολα θα μπορούσε να τις εντάξει κανείς σε μια θεματική ενότητα. Η δημοσίευσή τους σε κοινό σώμα με κοινό τίτλο μάλλον τους στερεί το στοιχείο της αυτονομίας με το οποίο είναι ολοφάνερο ότι θα κέρδιζαν. Ο συγγραφέας βέβαια –ίσως για καθαρά εκδοτικούς λόγους-φρόντισε να τις ενοποιήσει με την προσθήκη σ’ όλες του θεματικού στοιχείου του ομώνυμου δέντρου, αλλά αυτό φαίνεται ελάχιστα αποδοτικό. Εν πάση περιπτώσει. Ο λόγος του πασίγνωστου δημιουργού παραμένει το ίδιο άρτιος και διεισδυτικός, όπως τον ξέρουμε από τον «Αρτέμιο Κρους», η διαπραγμάτευση των επιμέρους θεμάτων του δεν παύει να υπακούει στο μαγικό ρεαλισμό, χαρακτηριστικό ολόκληρης της λατινόφωνης αμερικανικής πεζογραφίας, και η αναφορά του σε θέματα χρονογραφικού χαρακτήρα, μάλλον χρησιμοποιείται ως αφορμή, όχι βέβαια να μας «διηγηθεί», αλλά να κεντρίσει τη φαντασία μας.

Στις «Δυο Όχθες» (η νουβέλα έχει γραφεί μεταξύ Λονδίνου και Μεξικού το χειμώνα του 1992-93) ξαναζούμε την κατάκτηση του Μεξικού από τον κονκισταδόρο Ερνάν Κορτές. Την άφιξή του στη νέα γη, τη σύγκρουσή του με την αυτοκρατορία των Αζτέκων, την ισοπέδωση της πρωτεύουσάς τους Τενοτστιτλάν, στα ερείπια της οποίας χτίστηκε η νέα πόλη του Μεξικού, και την αιχμαλωσία του τελευταίου βασιλιά τους, τους Μοντεσούμα. Ιχνηλατούμε το ρόλο που έπαιξε σ’ αυτήν την κατάκτηση μια όμορφη ινδιάνα σκλάβα, η Μαλίντσε, με την οποία ο Κορτές θα αποχτήσει τον πρώτο του γιο, παρακολουθούμε το θαυμασμό των ιθαγενών για τα άλογα των κατακτητών, που τα αντίκριζαν για πρώτη φορά, διαπιστώνουμε τον καταστροφικό ρόλο για τον πολιτισμό των Αζτέκων που έπαιξαν οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι, που ακολουθούσαν τον κατακτητή σαν τα κοράκια, καθώς αυτοί ήταν που επέβαλαν στον Κορτές την ολοσχερή καταστροφή κάθε χώρου λατρείας των κατακτημένων… Και το παράδοξο-και γοητευτικό συγχρόνως –είναι ότι όλα αυτά μας τα εξιστορεί με ακρίβεια μεσαιωνικού χρονογράφου από τον τάφο του στη Σαντακρους ο διερμηνέας του Κορτές, Χερόνυμο δε Αγιλάρ, πεθαμένος από σύφιλη…

Η δεύτερη νουβέλα του έργου με τον τίτλο «Οι γιοι του κατακτητή», γραμμένη στο Εσκοριάλ τον Ιούλιο του 1992, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη θεματική συνέχεια της πρώτης. Τα γεγονότα τα εξιστορούν εδώ οι δυο –από τους … δώδεκα- γιοι του κατακτητή: ο Μαρτίν ο ΙΙ, γιος του από την ινδιάνα Μαλίντσε, και ο Μαρτίν ο Ι, από μια ισπανίδα «νόμιμη» σύζυγο. Εδώ ζούμε τη δόξα , αλλά και την κατάπτωση του Κορτές, που αναλώθηκε σε μια σειρά από γραφειοκρατικές δίκες με τους αντιπάλους του στην Ισπανία , αλλά και την ιστορία του Μεξικού μετά το θάνατο του Κορτές, όπως την έζησαν –από διαφορετικό πρίσμα βέβαια-οι δυο διάδοχοι γιοι του, οι οποίοι δεν απέφυγαν τη μοίρα του πατέρα τους: φυλακίστηκαν και εξευτελίστηκαν από το συμβούλιο της Αντιβασιλείας της χώρας με την κατηγορία της συνομωσία κατά του ισπανικού στέμματος. Και οι δυο εξορίστηκαν και πέθαναν στην Ισπανία.
Η νουβέλα «Οι δυο Νουμαντίες» μας μεταφέρει στα χρόνια της ρωμαϊκής εξάπλωσης προς τη δύση (Β’ αιώνας π. Χ.). Εδώ το σκηνικό «στήνεται» από τον Έλληνα ιστορικό Πολύβιο τον Μεγαλοπολίτη, που βρέθηκε αιχμάλωτος στην αυλή του Σκιπίωνα του Αιμιλιανού, του πορθητή της ισπανικής Νουμαντίας (133 π.Χ.). Μιας πόλης για την κατάκτηση της οποίας οι Ρωμαίοι θυσίασαν εκατοντάδες χιλιάδες στρατού και πάνω κάτω εκατό χρόνια αγώνων… Μια πόλη την οποία ο Σκιπίων, εγγονός του ομώνυμου Σκιπίωνα του Αφρικανού, του πορθητή της Καρχηδόνας, την πολιόρκησε και την κατέλαβε χωρίς μάχη, καθώς οι υπερασπιστές της εξαντλήθηκαν από την πείνα και τις κακουχίες. Και αυτό λίγο πριν δώσει τους πρώτους της καρπούς μια πορτοκαλιά, την οποία είχε φυτέψει πριν έξι χρόνια στο κέντρο της πλατείας της πόλης κάποιος γενοβέζος ταξιδιώτης… Η νουβέλα είναι γραμμένη στο Βαλντεμορίγιο-Φορμεντόρ το καλοκαίρι του 1992
Η νουβέλα «Ο Απόλλων και οι πουτάνες», γραμμένη μεταξύ Ακαπούλκου και Λονδίνου από τον Μάιο του 1991 ως τον Σεπτέμβριο του 1992, έχει ως πρωταγωνιστή και αφηγητή (με ημερολογιακή ακρίβεια) έναν ηθοποιό b-moovies του Χόλιγουντ. Ο οποίος νοικιάζει ένα γιοτ στο Ακαπούλκο, όπου περνούσε τις διακοπές του, και απομακρύνεται στον ωκεανό με …εφτά νεαρές πόρνες. Η περιγραφή της θάλασσας, του ήλιου και των νεαρών γυναικών, οι οποίες αποχαλινώνονται στη διάρκεια του ταξιδιού, συνιστούν μια σειρά από άκρως αισθησιακές σκηνές. Μόνο που ο ατυχής ηθοποιός πεθαίνει –βέβαια—από συγκοπή πάνω στο κατάστρωμα, εξακολουθεί όμως να βλέπει και να περιγράφει τα τεκταινόμενα και μετά το θάνατό του… Το κείμενο αποτελεί μάλλον προϊόν χαλάρωσης και διαφυγής του συγγραφέα από την καθημερινή ρουτίνα, στο εντυπωσιακό αυτό μεξικανικό θέρετρο του Ειρηνικού.
Στην Πέμπτη τέλος νουβέλα με τίτλο «Οι δυο Αμερικές» επιχειρείται να δοθεί η αντίστιξη ανάμεσα στον παράδεισο της προκολομβιανής Αμερικής και μιας άλλης Αμερικής, αυτής του εικοστού πρώτου αιώνα, η οποία μαστίζεται από την οικολογική καταστροφή και την τουριστική «αξιοποίηση». (Λονδίνο, 11 Νοεμβρίου 1991).


Σε γενικές γραμμές το έργο το διακρίνει μια εντυπωσιακή αφηγηματική αμεσότητα (κυριαρχεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση), ένας σεβασμός στην ιστορική ακρίβεια των γεγονότων, αλλά και μια σαφής τάση για υπέρβαση, για ενορατική ενατένιση των γεγονότων, που χαρακτηρίζει κάθε ήρωα-αφηγητή. Και αυτό είναι ίσως που δίνει στο έργο μιαν άλλη διάσταση, διαφορετική από αυτήν ενός κοινού ιστορικού αφηγήματος.