Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Η συζυγική ζωή



ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΕΞΙΚΟ
SERGIO PITOL
Η ΣΥΖΥΓΙΚΗ ΖΩΗ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΖΩΡΙΔΟΥ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2007

σελ. 140



Η Μαρία Μαγκνταλένα Κοσκόρο έβαλε νωρίς στόχο της ζωής της να διακριθεί, ν΄ ανεβεί κοινωνικά, έτσι που να θαμπώσει τις δυο μεγαλύτερες αδελφές της, τη Μαρία Ντοροτέα και τη Μαρία δελ Κάρμεν με τους άξεστους συζύγους τους. Και επέλεξε ως πρώτο βήμα να αλλάξει το όνομά της σε Ζακλίν Κοσκορό (επί το γαλλοπρεπέστερο). Γράφτηκε ακόμη και στη Φιλοσοφική Σχολή, όπου θα βελτίωνε τις πνευματικές της επιδόσεις, τις οποίες όμως ελάχιστα βελτίωσε, καθώς απεχθανόταν το διάβασμα, Γνώρισε βέβαια εκεί τον συνομήλικό της φοιτητή των πολιτικών επιστημών Νικολάς Λομπάτο, που τον ερωτεύθηκε παράφορα και τον παντρεύτηκε. Ο Νικολάς, άτομο άκρως φιλόδοξο, γρήγορα εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο μεγάλους επιχειρηματίες του Μεξικού. Το μόνο που δεν κατόρθωσε να αναπτύξει, όπως η σύζυγός του, ήταν το πνεύμα του. Και έτρεμε η δυστυχής, κάθε φορά που εκείνος άνοιγε το στόμα του στις πολυτελείς δεξιώσεις που ήταν αναγκασμένη να παραθέτει λόγω της κοινωνικής της θέσης…Η ίδια αντίθετα φρόντισε να φοιτήσει σε μια ιδιωτική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών, όπου διακεκριμένοι καθηγητές έδιναν διαλέξεις για την ιστορία, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη μουσική. Και εκεί, σ΄ εκείνο το θελκτικό περιβάλλον, δεν κατόρθωσε βέβαια να διαβάσει κανένα από τα συγγράμματα που της σύστησαν οι δάσκαλοί της (μετά από τις πρώτες σελίδες νύσταζε αφόρητα και το εγκατέλειπε), γνώρισε όμως τους πρώτους της εραστές. Καθώς οι μόνες αναφορές που συγκράτησε από την εμβάπτισή της σ’ κείνη την πνευματική κολυμβήθρα περιέχονταν στη ‘Φυσιολογία του γάμου’ του Μπαλζάκ, τις σημείωσε σ΄ ένα γαλάζιο τετράδιο που κουβαλούσε πάντα μαζί της και τις όρισε οδηγό της ζωής της: «ολόκληρη η συζυγική ζωή ταυτίζεται με το κρεβάτι» και «ο θεσμός του γάμου αποδεικνύεται ενάντιος στους νόμους της φύσης, καθώς στηρίζεται στο πάθος, που δεν διαρκεί, και φέρεται στη γυναίκα σαν να ήταν σκλάβα!» Παίρνει λοιπόν την απόφαση να υπερβεί το θεσμό του γάμου σχεδιάζοντας με κάθε λεπτομέρεια τρεις φορές τη δολοφονία του συζύγου της με τους περιστασιακούς εραστές της. Και το ό,τι ο Νικολάς Λαμπότο επέζησε τελικά οφείλεται μάλλον σε συγκυρίες της στιγμής ή στην ανικανότητα των υποψήφιων δολοφόνων του…Εν πάση περιπτώσει η κατάσταση αυτή διήρκεσε τριάντα ολόκληρα χρόνια με τη Ζακλίν να ονειρεύεται τη δολοφονία και την αμύθητη περιουσία του συζύγου της και εκείνον να μην υποψιάζεται το παραμικρό!
Πέρασαν λοιπόν τα χρόνια κι οι καιροί κι ο Νικολάς κήρυξε πτώχευση (δόλια καθώς φαίνεται, ως συνήθως) και, για ν’ αποφύγει τους πιστωτές του, κατέφυγε στη Μαδρίτη. Οπότε αρχίζει το μαρτύριο της Ζακλίν. Ολόκληρη η υψηλή κοινωνία του Μεξικού της κλείνει την πόρτα, η περιουσία του άντρα της κατάσχεται για την ικανοποίηση των πιστωτών του κι η ίδια καταφεύγει να ζήσει σ΄ ένα άθλιο διαμέρισμα και , για να μην αμελήσει την πνευματική της καλλιέργεια, το ρίχνει στον αποκρυφισμό, διαβάζοντας μετά μανίας αποκρυφιστικά βιβλία, χωρίς να καταλαβαίνει λέξη. Και αφέθηκε , παραιτήθηκε από κάθε φροντίδα για το σώμα της. Χόντρυνε , άσπρισαν τα μαλλιά της και το ντύσιμό της προκαλούσε αποστροφή.Οπότε ξαφνικά μαθαίνει ότι ο σύζυγός της επανέκαμψε, ρύθμισε τις οικονομικές του εκκρεμότητες και άνοιξε ένα κατάστημα σιδηρικών στη Βέρα Κρους. Σπεύδει περιχαρής να τον συναντήσει, εκείνος την υποδέχεται συγκινημένος και την οδηγεί σ’ ένα χρυσοχοείο, όπου της περνάει στο δάχτυλο μια δεύτερη βέρα κοντά στην παλιά, την οποία, σημειωτέον, δεν είχε ποτέ της βγάλει...Η Ζακλίν έχει σωθεί. Και για να γιορτάσουν το ξανασμίξιμό τους οι δυο νέο-σύζυγοι καταφεύγουν σ΄ ένα πολυτελές εστιατόριο να δειπνήσουν. Η Ζακλίν είναι κατασυγκινημένη… Την ώρα όμως που δειπνούσαν, αντιλαμβάνεται ότι εκεί δίπλα της διασκέδαζε μια συντροφιά από γοητευτικούς βραζιλιάνους εφήβους. «Γύρισε το βλέμμα της προς τον άντρα της και ανακάλυψε ένα γέρο λιγόψυχο που προσπαθούσε μ’ ένα χαζό γελάκι να παραστήσει τον νεαρό. Και συνειδητοποίησε ότι ο μοναδικός τρόπος να τελειώνει μαζί του ήταν το δηλητήριο…» Και ακολουθεί ένα ακροτελεύτιο κεφάλαιο μισής σελίδας με μια ανατροπή θλιβερή και μη αναμενόμενη…
Το έργο, όπως καταλαβαίνει κανείς, αποτελεί περισσότερο μια άσκηση μυθιστορηματικής γραφής που προορίζεται για τον μέσο αναγνώστη του καλοκαιριού. Και η μετάφρασή του δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς ισπανικά, για να καταλάβει ότι δεν είναι και η ευτυχέστερη.
Ο Σέργιο Πιτόλ (Πόλη του Μεξικού 1933) συγκαταλέγεται στους πιο σπουδαίους λατινοαμερικάνους συγγραφείς. Τιμήθηκε με το βραβείο Θερβάντες για το σύνολο του έργου του. Το συγκεκριμένο έργο (1991) αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας με τίτλο «Το Καρναβάλι». Τα άλλα δύο είναι «Το γαϊτανάκι του έρωτα» (1984) και «Η εξημέρωση του Θεϊκού Ερωδιού» (1989)

Καλλικράτεια, Ιούλιος 2011

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Οι αλήθειες των άλλων



ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ
ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
ΚΕΔΡΟΣ 2008
σελ. 500


Ο καθένας μας μπορεί να έχει γαλουχηθεί και να έχει καλλιεργήσει στη συνέχεια ένα πλήθος από στερεότυπα, τα οποία θεωρεί από αυτονόητα έως αναντικατάστατα, χωρίς να υποψιάζεται ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν κι άλλα, παράλληλα, τα οποία ενστερνίζεται ο διπλανός του. Και αν τύχει και βρεθεί αντιμέτωπος με κάποιο από αυτά, με κάποια άλλη αλήθεια πέρα από τη δική του, ανησυχεί βαθύτατα, εξανίσταται, επαναστατεί, και αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για να τα αντικρούσει. Όταν μάλιστα αυτά τα στερεότυπα αφορούν βασικές αξίες της κοινωνικής του ζωής, όπως είναι η θρησκεία, το έθνος, ή η οικογένεια, τότε οχυρώνεται πίσω απ’ αυτά και δίνει τον υπέρτατο αγώνα για να τα υπερασπίσει. Από δω ξεκινάει ο σοβινισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και η παράλογη πίστη σε παρωχημένες οικογενειακές αξίες. Καταστάσεις που οδήγησαν και οδηγούν σε συλλογικά εγκλήματα και πολέμους. Αυτό είναι το θέμα το οποίο επιχειρεί να ανιχνεύσει, σε γενικές γραμμές, ο Νίκος Θέμελης στο έκτο του μυθιστόρημα. Χτίζει λοιπόν το μύθο του έργου του πάνω σ’ ένα ιδιοφυές εύρημα: την ύπαρξη και την κατοχή από την οικογένεια που πρωταγωνιστεί σ’ αυτό ενός αθωνικού χειρογράφου στο οποίο αναφέρεται ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν έπεσε μαχόμενος στις επάλξεις της Πόλης («Δεν θα βρεθεί κανείς Χριστιανός να πάρει το κεφάλι μου;»), αλλά απέδρασε την τελευταία στιγμή για τον Άθωνα με πλοίο που τον περίμενε, ειδικά ναυλωμένο γι αυτόν το σκοπό!
Το χειρόγραφο αυτό θα στοιχειώσει τρεις ολόκληρες γενιές της οικογένειας Λινού από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Μια οικογένεια που θα βιώσει οδυνηρά όλες τις τραγικές περιπέτειες του ελληνισμού ολόκληρο το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Κάποια από τα μέλη της οικογένειας γοητεύονται απ΄ αυτήν τη νέα αυτή αποκάλυψη. Και κυρίως ο Μανόλης, κεντρική και δεσπόζουσα φιγούρα του έργου. Αφιερώνουν λοιπόν τη ζωή τους στη δημοσιοποίησή της, πράγμα όμως που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις «αλήθειες» των άλλων. Και το μεγάλο δίλημμα: ποιο το όφελος από τη δημοσιοποίησή της; Οι αντιρρήσεις των φρονίμων πολλές και αποστομωτικές: «Για κάποια πράγματα υπάρχει μόνο μια αλήθεια. Η αλήθεια των άλλων, όταν δεν είναι, στην καλύτερη περίπτωση, άκαιρη, είναι μια ανοησία, μια επικίνδυνη συχνά ανοησία» (σελ. 333). Ο ήρωάς μας όμως είναι αμετάπειστος. Κι όταν έρχεται η ώρα (;), καθηγητής φιλόλογος πια, αποφασίζει να προκαλέσει ολόκληρη την τοπική κοινωνία της Κομοτηνής με τη νέα του αποκάλυψη για το τέλος του «μαρμαρωμένου βασιλιά». Οι συνέπειες για τον ίδιο και την οικογένειά του, τραγικές. Σχεδόν τον λιντσάρισαν. «Πόσο διέφεραν άραγε όλοι αυτοί οι τραμπούκοι από τους φασίστες που τρομοκρατούσαν την Ιταλία;» αναρωτιέται. (σελ. 388) (Το περιστατικό συνέβη την εποχή της ανόδου στην Ιταλία του Μουσολίνι). Κι ο Μανόλης αναγκάζεται να παραιτηθεί από το όνειρο της ζωής του και να μετακομίσει με την οικογένεια του στην Αθήνα…
Παραδίνει όμως τη σκυτάλη στον Ιωακείμ, το μεγαλύτερο γιο του, ο οποίος φαίνεται αποφασισμένος να ξαναεπιχειρήσει το μεγάλο εγχείρημα, από τη θέση μάλιστα του διδάκτορα της ιστορίας… Πιο ρηξικέλευθος αυτός, συγγράφει διατριβή με θέμα την απόρριψη της κρατούσας αντίληψης για «τη χωρίς διακοπή συνέχεια της ιστορίας του ελληνικού έθνους από τα χρόνια της ελληνικής αρχαιότητας ως τις μέρες μας» (Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας με κινήσεις χειρουργού ανιχνεύει την προέλευση και τη συντήρηση αυτής της ιστορικής αντίληψης.) Και υποβάλλει τη διατριβή του γεμάτος προσδοκίες στη έδρα της βυζαντινής ιστορίας του Αθήνησι, διεκδικώντας τη θέση του επιμελητή της έδρας. Ποια θα είναι τάχα η τύχη του εγχειρήματός του;
Ο συγγραφέας όμως θίγει παράλληλα και θέματα άλλης φύσεως: πώς να αισθάνεται άραγε ένας νέος Έλληνας που «τουρκεύει» για να σωθεί από τον όλεθρο και τον αφανισμό; Πώς τον αντιμετωπίζουν οι νέοι του ομόθρησκοι και πώς οι παλιοί; Και συγχρόνως παρακολουθούμε την τραγική ανταλλαγή πληθυσμών μετά τη συνθήκη της Λοζάνης: το ξερίζωμα των Ελλήνων από το Αϊβαλί, μετά από παρουσία αιώνων και την μετεγκατάσταση εκεί μουσουλμάνων προσφύγων της Μυτιλήνης (μια άλλη «αλήθεια των άλλων»). Καταγγέλλεται ακόμη η σκαιά και απάνθρωπη συμπεριφορά των ντόπιων κατοίκων της Μυτιλήνης προς τους μικρασιάτες πρόσφυγες (τους «τουρκόσπορους») που πλημμύρισαν το νησί μετά την καταστροφή, χωρίς να αποσιωπούνται και οι ελάχιστες εξαιρέσεις των φωτισμένων κατοίκων που τους αγκάλιασαν και τους περιέθαλψαν με αυταπάρνηση.
Και το πιο σημαντικό: ποια κατάσταση επικρατεί μέσα σε μια οικογένεια, όταν οι δυο γονείς όχι μόνο δε συμμερίζονται την καλλιέργεια μιας ρηξικέλευθης αντίληψης, αλλά αντίθετα αντιστρατεύονται ο ένας τον άλλο με αφορμή αυτήν; Ποια μπορεί να είναι η θέση των παιδιών που βιώνουν καθημερινά αυτές τις εντάσεις μεταξύ των γονιών τους; Δίπλα στη μητέρα που θεωρεί πρωταρχική της υποχρέωση την περιφρούρηση της οικογενειακής γαλήνης, ή του πατέρα που στοχεύει σε κάτι υψηλότερο και ευγενικότερο; Ο συγγραφέας δίνει πειστικότατες απαντήσεις για όλα αυτά.
Οι χαρακτήρες του έργου κινούνται μέσα σ’ ένα πραγματικό ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον με συχνές αναφορές σε υπαρκτά πρόσωπα και καταστάσεις, όπως λ.χ. στο κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα τα χρόνια της εμφύλιας διαμάχης, χωρίς όμως να γίνεται κατάχρησή αυτών των αναφορών. Και ο απαιτητικός αναγνώστης αγωνίζεται ακόμη να κατανοήσει ποια πρόσωπα υπήρξαν πραγματικά και ποια είναι δημιουργήματα της μυθιστορηματικής ανάγκης. (πράγμα ελάχιστα ουσιώδες κατά τη γνώμη μας). Και η θέση του συγγραφέα, όσο κι αν μοιάζει να βρίσκεται συνήθως ανάμεσα στις δυο αντιμέτωπες «αλήθειες», σε ίσες μάλιστα αποστάσεις από αυτές, κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει: με τον τρόπο του ο συγγραφέας δείχνει την προτίμησή της σε μια από αυτές! Ο Νίκος Θέμελης είναι βαθιά σκεφτόμενο άτομο και δεν θα υπηρετούσε με κανέναν τρόπο το μύθο της «αντικειμενικής» ιστορίας…
Καλλικράτεια, Ιούλιος 2011

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Ο Χορός της Νίκης

ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΧΙΛΗ
ANTONIO SCARMETA
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΕΛΕΑΝΑ ΤΣΟΚΑ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2008
σελ. 368

Δυο ποινικοί κρατούμενοι σε δυο διαφορετικές φυλακές της Χιλής αποφυλακίζονται την ίδια μέρα στα πλαίσια κάποιας γενικής αμνηστίας που έδωσε ο πρόεδρος της χώρας για την αποσυμφόρηση των φυλακών. Ο νεαρός και «όμορφος σαν αρχάγγελος» Άνχελ Σαντιάγο και ο, απόμαχος πια , μετρ στις διαρρήξεις Βεργάρα Γκρέι. Ο πρώτος, ένας κοινός αλογοκλέφτης, ονειρεύεται το «μεγάλο κόλπο» που θα τον οδηγήσει πέρα από τη μιζέρια και την ανέχεια. Το κόλπο που θα του επιτρέψει να γυρίσει επιτέλους στην ιδιαίτερη πατρίδα του ιππεύοντας ένα δικό του άλογο! Κι ο δεύτερος είναι αποφασισμένος να ζήσει πια στα πλαίσια του νόμου. Η μοναδική επιδίωξή του είναι να γυρίσει στη γυναίκα του και στο γιο του, τους οποίους λατρεύει, αλλά η γυναίκα του το μόνο που ζητάει απ’ αυτόν είναι η οικονομική του αφαίμαξη. Όμως μια σειρά από συγκυρίες συνδέει τις ζωές των δυο πρώην κατάδικων και την κοινή τους μοίρα σ’ ένα ατέρμονο γαϊτανάκι. Ανέστιοι και πένητες και οι δυο αγωνίζονται να επιβιώσουν μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Όταν μάλιστα η συγκυρία προσθέτει στη συντροφιά τους και τη δεκαεφτάχρονη Βικτόρια Πόντσε, τελειόφοιτη λυκείου και πολλά υποσχόμενη μαθήτρια σε σχολή χορού, η κατάσταση περιπλέκεται. Οι δυο απόφοιτοι των φυλακών παραμερίζοντας τα προσωπικά τους σχέδια αποφασίζουν να βοηθήσουν τη νεαρή χορεύτρια, η οποία δεν έχει στον ήλιο μοίρα, να πραγματοποιήσει το όνειρό της: να χορέψει στο δημοτικό θέατρο του Σαντιάγο! (Ο Χορός της Βικτόριας -Νίκης). Και αφού το κατορθώνουν (με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο είναι αλήθεια), αποφασίζουν να εκτελέσουν «το μεγάλο κόλπο», καθώς η ζωή τους δεν τους επιφυλάσσει παρά συνεχή αδιέξοδα και απογοητεύσεις. Θα το κατορθώσουν άραγε; Ο υποψιασμένος αναγνώστης ψυχανεμίζεται μέσα από τους αποκαλυπτικούς διαλόγους του έργου, ότι η συναρπαστική πλοκή του κάθε άλλο παρά “Happy End” προοιωνίζεται…
Ο Antonio Scarmeta συνδυάζοντας τις τεχνικές του αισθηματικού και του αστυνομικού μυθιστορήματος παρασέρνει τον αναγνώστη σε ένα μονοπάτι γεμάτο τρυφερότητα και μεταπτώσεις –συχνά όμως προβλέψιμες- μέσα από μια άκρως οικεία για το ελληνικό κοινό ανατομία των κοινωνικών συνθηκών μιας χώρας, που ξέφυγε από τη σκιά μιας οδυνηρής δικτατορίας, χωρίς όμως να απαλλαγεί και από τις συνέπειές της…Συγκλονιστική η σκηνή-ανάμνηση με τους περαστικούς στον ποταμό Μαπότσο, οι οποίοι πριν από κάποια χρόνια «έσκυβαν πάνω από τις γέφυρες κι έδειχναν με το δάχτυλο τους πεθαμένους που επέπλεαν με το κρανίο και το στήθος διαλυμένα από τις σφαίρες των στρατιωτικών». Και αποκαλυπτική η διαπίστωση ότι οι πρωτεργάτες της χούντας του Πινοσέτ και οι αρχιβασανιστές εξακολουθούσαν να ζουν και να βασιλεύουν στα χρόνια της δημοκρατίας με το άλλοθι της «εθνικής συμφιλίωσης»! Ο αναγνώστης εντούτοις μέσα από τις σελίδες του έργου, απολαμβάνει γραφικές σκηνές και εικόνες της σύγχρονης πόλης του Σαντιάγο και παίρνει μέρος σε ένα γοητευτικό πέρασμα της θρυλικής οροσειράς των Άνδεων με τους κόνδορες και τα απόκρημνα μονοπάτια τους.
Ο Antonio Scarmeta (γεννημένος το 1940), είναι ο συγγραφέας του κλασικού μυθιστορήματος (που γυρίστηκε και κινηματογραφική ταινία) «Ο Ταχυδρόμος του Νερούδα» (Il Postino), αλλά και μιας σειράς μυθιστορημάτων και διηγημάτων που γνωρίζουν σήμερα παγκόσμια επιτυχία, μεταφρασμένα σε εικοσιπέντε γλώσσες. Αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ και την Ευρώπη στα χρόνια της δικτατορίας του Πινοσέτ, γυρίζει στη Χιλή μετά το τέλος της (1987) και παίρνει ενεργό μέρος στα πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα της χώρας του. Στα χρόνια 2000-2003 χρημάτισε πρέσβης της Χιλής στη Γερμανία.






Καλλικράτεια , Ιούλιος 20011

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Το Άσεμνο Πουλί της Νύχτας


ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΧΙΛΗ

JOSE DONOSO

ΤΟ ΑΣΕΜΝΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 1998

(σελ. 580)


Το «Άσεμνο πουλί της νύχτας» του χιλιανού μυθιστοριογράφου Χοσέ Δονόσο (1924-1996), είναι κατά γενική ομολογία ένα εμβληματικό έργο, ίσως το πιο σημαντικό της λατινοαμερικανικής πεζογραφίας. Μάλιστα ο μεγάλος ισπανός σκηνοθέτης Λουί Μπουνουέλ έχει αποφανθεί ότι πρόκειται για το σπουδαιότερο μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα. Η γραφή του απασχόλησε τον συγγραφέα πάνω από οχτώ χρόνια και για να του δώσει την οριστική του μορφή, επεξεργάστηκε εξήντα διαφορετικές εκδοχές. Μάλιστα, μέσα απο τον τεράστιο όγκο αυτών των επεξεργασμένων σελίδων προέκυψε ένα δεύτερο μυθιστόρημα "Ο Τόπος δίχως σύνορα" (1965), τα δικαιώματα του οποίου διεκδίκησε ανεπιτυχώς ο Λουί Μπουνουέλ για το γυρίσει κινηματογραφική ταινία. Για την οριστική μορφή του έργου (1970), καθοριστικό ρόλο έπαιξε , καθώς φαίνεται, μια κρίση παράνοιας που πέρασε ο συγγραφέας σε νοσοκομείο των Η.Π.Α. όπου νοσηλεύτηκε μετά από εγχείριση έλκους στομάχου...
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, για μια «υπόθεση», την οποία έχει στο νου του ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο έργο. Κι αυτό γιατί η γραφή του δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συνεχές παραλήρημα, μια αλληλοδιαδοχή εικόνων που αποκλειστικά μόνο το υποσυνείδητο παράγει, εικόνων που μόνο με τα όνειρα ή τα οράματα έχουν σχέση. Παρ΄ όλα αυτά η ανάγνωσή του γίνεται ελκυστική και άκρως γοητευτική χωρίς να συνειδητοποιεί κανείς το λόγο. Ίσως γιατί ο μυθιστορηματικός λόγος έχει κι αυτός τη δική του αισθητική σημαντική χωρίς να χρειάζεται κάποια πλοκή και σταθερούς ανθρώπινους χαρακτήρες, όπως έχουμε συνηθίσει…
Θα μπορούσαμε όμως να μιλήσουμε για κάποιους συγκεκριμένους θεματικούς πυρήνες, με βάση τους οποίους εξελίσσονται τα μυθιστορηματικά δρώμενα: καταρχήν για κάποιον, επινοημένο εν μέρει από τον Δανόσο, λαϊκό μύθο με ινδιάνικες ρίζες, ένα μύθο που μιλάει για κάποια τερατόμορφα κακά πνεύματα, τα "ιμπούντσε", που κατοικούν σε απρόσιτες σπηλιές και μεταμορφώνουν τους ανθρώπους σε τέρατα φράσσοντας επιμελώς όλα τα ανοίγματα του σώματός τους. Γύρω απ΄αυτόν τον πυρήνα χτίζεται το θέμα της Ινές, μοναχοκόρης ενός θρυλικού άρχοντα του δέκατου όγδου αιώνα, που βρέθηκε στην εξουσία αυτών των πνευμάτων κι ο πατέρας της την έκλεισε μοναστήρι, το οποίο έχτισε επιτούτου.



Αυτή η Μονή, που καθιερώθηκε στην Ενσάρκωση του Κυρίου και βρισκόταν στη φανταστική πόλη Τσίμπα, ουσιαστικά περιγράφεται σαν ένας χώρος χωρίς διαστάσεις, χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, με λεπτομέρειες εξωπραγματικές που αυτοαναιρούνται κι αυτές αδιάκοπα. Την εποχή που εξελίσσονται τα γεγονότα, έχει εγκαταλειφθεί από τις μοναχές της, καθώς έχει κριθεί κατεδαφιστέα από την αρχιεπισκοπή και δεν αποτελείται παρά από ένα σωρό ερειπίων. Και η οσία Ινές, δεν αναγνωρίζεται από την παπική εκκλησία ως οσία, το λείψανό της άφαντο, η ζωή της ένας αξεδιάλυτος θρύλος. Στο χώρο εντούτοις επιμένουν να ζουν κάποιες εγκαταλειμμένες και άθλιες γριές, που συγκεντρώνουν σε πακέτα άχρηστα και ετερόκλητα αντικείμενα, τα οποία φυλάγουν ως κόρην οφθαλμού κάτω από τα κρεβάτια τους, και λίγα μικρά ορφανά και καθυστερημένα κορίτσια που περιφέρονται άσκοπα όλη μέρα στις έρημες γαλαρίες του μοναστηριού.
Το ίδιο εξωπραγματικό αποδεικνύεται και το θέμα της Ινκονάδα, μιας φανταστικής πολιτείας που θα ιδρύσει ο ευγενής δον Χερόνυμο δε Ασκοϊτία, τελευταίος απόγονος εκείνου του θρυλικού άρχοντα, με αποκλειστικό σκοπό να στεγάσει τον τερατογεννημένο γιο του, ένα γιο που δεν πρέπει με τίποτε να πληροφορηθεί ότι δεν είναι φυσιολογικός και γι αυτό το λόγο περιστοιχίζεται αποκλειστικά από υπηρέτες-τέρατα. Για τους κατοίκους της Ινκονάδα αποκρουστικός είναι μόνο κάθε αρτιμελής και φυσιολογικός επισκέπτης…Οι σκηνές αυτής της σουρεαλιστικής πόλης μας φέρνουν στο νου τον αποκρουστικό συρφετό των ζητιάνων της «Βιριδιάνας» του Μπουνουέλ, με τον οποίο φαίνεται ότι ο συγγραφέας είχε αναπτύξει μια εκλεκτική σχέση, όπως ήδη σημειώσαμε.
Αλλά και ο ακριβής χρόνος στον οποίο «διαδραματίζονται» τα γεγονότα παραμένει αόριστος, και αινιγματικός, καθώς ο συγγραφέας αποφεύγει επιμελώς να τα συνδέσει σταθερά με ιστορικές αναφορές -post quem (όπως συμβαίνει λχ με τη μάχη του Βερντέν ή τα μπλουζάκια με τη στάμπα του Τσε, που περιπλέκουν μάλλον , παρά διαφωτίζουν τα χρονικά όρια των γεγονότων.) Παρ’ όλα αυτά δεκάδες χαρακτήρες ζουν και κινούνται στους δυο παραπάνω χώρους. Οι περισσότεροι όμως παραμένουν χωρίς σταθερά περιγράμματα και οι πράξεις τους κινούνται στα όρια του παράλογου, όπως:
Η Ινές , η πανέμορφη γυναίκα του δον Χερόνυμο , που γρήγορα εγκαταλείπει τη συζυγική κλίνη μετά τη γέννηση του τερατόμορφου Μπόι. Βάζει σκοπό της ζωής της να αναγνωρίσει την οσιότητα της μακρινής συνώνυμης προγόνου της, κι όταν αποτυγχάνει κλείνεται στο μοναστήρι της Τσίμπα. Ο Ουμπέρτο Πενιαλόσα, γιος φτωχού επαρχιώτη δασκάλου που έχει ένα όνειρο: να γίνει επιτέλους «κάποιος». Αποτυχημένος συγγραφέας στην αρχή, γραμματέας του δον Χερόνυμο στη συνέχεια και ερωτευμένος πάντα με την Ινές, γρήγορα θα μεταλλαχθεί στον Μουδίτο, τον κωφάλαλο υπηρέτη της μονής ο οποίος συρρικνώνεται ασταμάτητα, έναν υπηρέτη παντεπόπτη, που σκοπό έχει να σφραγίζει ερμητικά όλα τα ανοίγματα του μοναστηριού προς τον έξω κόσμο και ο οποίος Μουδίτο στο τέλος θα καταλήξει στο Ιερό Παιδί που κάποτε θα οδηγήσει εν δόξη στους ουρανούς τις γριές του μοναστηριού, αλλά στο τέλος μετατρέπεται σε "ιμπούντσε" και γίνεται παρανάλωμα της φωτιάς που θ΄ ανάψει μια γρια για να ζεσταθεί. Αυτός είναι και ο αφηγητής των πιο σημαντικών σημείων του έργου. Και τέλος, η μικρή ορφανή Ίρις Ματελούντα, καλοσχηματισμένη και αφελής, που γρήγορα αξιοποιεί τα προσόντα με τα οποία την προίκισε η φύση και πέφτει στην «αγκαλίτσα» του γίγαντα με το κεφάλι από πεπιεσμένο χαρτί, στην πραγματικότητα όμως όλων των χαμινιών της γειτονιάς, που νοικιάζουν το κεφάλι του γίγαντα ο ένας από τον άλλο γι αυτόν ακριβώς το σκοπό… Γύρω απ’ αυτούς τους χαρακτήρες κινούνται δεκάδες άλλοι, δευτερεύοντες, που συμβάλλουν με τη δυναμική τους στη διαμόρφωση αυτής της εφιαλτικής εικόνας του έργου…
Η φαντασία του Χοσέ Δονόσο ξεπερνάει κάθε όριο και εκρήγνυται θεαματικά, όταν περιγράφει με γλαφυρότητα κάποιες σκηνές απείρου κάλλους, όπως εκείνη με τις γριές να λατρεύουν στο ρημαγμένο παρεκκλήσι της Μονής την ένθρονη Ματελούντα με τον Μουδίτο στην αγκαλιά της, ή εκείνη με τις ίδιες γριές να περισυλλέγουν μετά μανίας τα θραύσματα από τους θρυμματισμένους γύψινους αγίους του παρεκκλησιού προσπαθώντας μάταια να τα συγκολλήσουν. Ή τέλος τη σκηνή με το χορό των …μεταμφιεσμένων της τερατούπολης, των μεταμφιεσμένων βέβαια σε φυσιολογικούς ανθρώπους. Τι είναι τάχα το «φυσιολογικό» και τι το «αφύσικο», τι είναι το πραγματικό και τι το φανταστικό, ποιο το ωραίο και ποιο το άσχημο; Ποιος τα ορίζει και για ποιο σκοπό; Ο αναγνώστης στο τέλος αναγκάζεται να βαδίσει τις πιο επικίνδυνες ατραπούς της σκέψης και να προβληματιστεί σε θέματα που μόνο η φιλοσοφία (ή η μεταφυσική) απαντάει. Αν απαντάει κι αυτή…
Η μετάφραση του έργου από τα ισπανικά που φιλοτέχνησε με μεράκι η Αγγελική Αλεξοπούλου είναι ένας πραγματικός άθλος. Ο συντάκτης της παρούσας ανάρτησης συστήνει ανεπιφύλακτα το έργο σε κάθε απαιτητικό αναγνώστη.

Καλλικράτεια , Ιούλιος 2011