Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2009

Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Η Κατάθεση

     ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
      ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΟΝΤΗ
      Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ
      ΕΝΕΚΕΝ
      ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
       σελ. 260

Το φαινόμενο της υπερπληθώρας των έργων ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής που εκδίδονται τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας -παρά την καλπάζουσα οικονομική κρίση- νομίζουμε ότι θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε σε μια σειρά  από λόγους, όπως είναι το χαμηλό κόστος μιας έκδοσης (σε σχέση με παλιότερες εποχές), αλλά και  η ευκολία με την οποία διακινείται και διαδίδεται σήμερα ένα λογοτεχνικό έργο, σε συνδυασμό βέβαια πάντα με την έμφυτη τάση για προβολή που κρύβει μέσα του κάθε νεοέλληνας που πιστεύει ή τον έπεισαν να πιστέψει ότι διαθέτει λογοτεχνική πένα…
.
Η «Κατάθεση» της Κατερίνας Μόντη εντούτοις δεν υπακούει σε κανέναν από τους παραπάνω  λόγους. Γίνεται φανερό από τις πρώτες γραμμές του ότι το έργο αποτελεί προϊόν μια έκρηξης από βιώματα και κοινωνιολογικές αναζητήσεις χρόνων που καραδοκούσαν καταπιεσμένες στο υποσυνείδητο της νέας συγγραφέως   επιζητώντας επίμονα να βγουν στο φως. Έτσι σήμερα έχουμε την τύχη να απολαύσουμε έναν γοητευτικό λόγο, που έχει επιτέλους κάτι να πει. Έναν λόγο που δεν αναλώνεται, όπως συνήθως, σε σχήματα αυτοϊκανοποίησης ή σε χιλιογραμμένα κλισέ και κοινοτοπίες  που κατακλύζουν συνήθως τη λογοτεχνική παραγωγή μας. Ένα λόγο τόσο θαρραλέο και προκλητικό που θα μπορούσε, κάτω από άλλες συνθήκες, να αποτελέσει ένα πρώτης τάξεως κοινωνικό σκάνδαλο. Φαίνεται όμως ότι οι συνήθεις πατριδοκάπηλοι και εθνοαμύντορες πιάστηκαν αυτή τη φορά στον ύπνο…
Με δυο λόγια: η συγγραφέας επιχειρεί μια αποτίμηση των αγώνων και των αναζητήσεων του συνόλου της μεταπολιτευτικής Αριστεράς με μια προφανή ευαισθησία, αλλά συγχρόνως και αναπάντεχη  σκληρότητα. Δεν κηρύττει, δεν νοσταλγεί, δεν ευαγγελίζεται. Ο λόγος της ανελέητος, όπου χρειάζεται, συχνά καταγγελτικός, δεν απονέμει συγχωροχάρτια , αλλά ερμηνεύει με μια εκπλήσσουσα δεξιοτεχνία χειρουργού πράξεις και γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μας τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια. Και εντούτοις το αποτέλεσμα δεν παραμένει  απλά μια δοκιμιακή και ψυχρή καταγραφή της συγκεκριμένης εποχής, αλλά αποτελεί πραγματική κατάθεση ψυχής.

Η νεαρή παιδίατρος Δέσποινα Ντήμα. που υπηρετεί  στην Ικαρία, δέχεται απροσδόκητα την επίσκεψη δυο αντρών της «αντιτρομοκρατικής», οι οποίοι την υποβάλλουν σε μια εξαντλητική ανάκριση σχετικά με ένα «εύρημα» που έπεσε τελευταία στα χέρια τους: πρόκειται για μια αναμνηστική φωτογραφία από κάποια χαρούμενη στιγμή ενός ολονύχτιου ξεφαντώματος σε παραλία της Χαλκιδικής, τραβηγμένη προ τριακονταπενταετίας!  Στη φωτογραφία, τυχαίο εύρημα σε μια γιάφκα της Αθήνας,  εικονίζεται ένα χαρούμενο στιγμιότυπο του γλεντιού με μια σημείωση στην πίσω όψη της, η οποία αναφέρεται σε κάποιο «ατυχές επαναστατικό  εγχείρημα».  Ήταν η εποχή της δράσης της πρώτης γενιάς «τρομοκρατών» (1985: θάνατος σε σύγκρουση με αστυνομικούς του  Χρήστου Τσουτσουβή).
Η συγγραφέας όμως με αφορμή αυτό το κοινοτοπικό περιστατικό βρίσκει την ευκαιρία να ξεδιπλώσει μια άλλη εποχή, εκείνη της αθωότητας των νεανικών της χρόνων, στην οποία ελπίδες και οράματα συγκρούονταν ανελέητα  με τους φύλακες της καθεστηκυίας τάξης και ασφάλειας. Και όχι μόνο αυτό: προχωρεί και σε μια πρωτοφανή για την εποχή μας θεώρηση των γεγονότων από τη σκοπιά ενός θύτη κι ενός θύματος (ανακρινόμενης και ανακριτή) που προέρχονται αμφότεροι από τη σλαβομακεδονική ελληνική μειονότητα!
Με την ευκαιρία αυτή λοιπόν,  και μέσα από ποικίλες αναδρομές στο παρελθόν,  ανιστορούνται γεγονότα και αποκαλύπτονται περιστατικά, που χρόνια τώρα βρίσκονται θαμμένα στη συλλογική μας μνήμη και συνείδηση, καθώς δεν έπαψε να τα σκιάζει η φοβέρα του διαβόητου μουρουνόλαδου του Μανιαδάκη και οι πιο πρόσφατες μνήμες του εμφυλίου, όπου ολόκληρα χωριά της μεθορίου σβήστηκαν κυριολεκτικά από το χάρτη, καμένα από βόμβες ναπάλμ και οι κάτοικοί τους διάσπαρτοι ως σήμερα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, είναι οι μόνοι στους οποίους δεν επιτράπηκε να πεθάνουν στα χώματα των πατεράδων και των παππούδων τους…

Όταν ο γερο Τράικο άκουσε την απόφαση του γιου του να σπάσει το φράγμα της απομόνωσης που τους δυνάστευε τόσα χρόνια και να γίνει χωροφύλακας, ξέσπασε : «Πού θα πας, μπρε σίνκοο (γιε μου); Εμάς πια δεν ας βάζουν πουθενά σε τέτοια πόστα, είδες εσύ κανέναν ντόπιο χωροφύλακα μέχρι τώρα; Είδες δόκιμο, στρατιωτικό, βουλευτή, δάσκαλο;» Και παρακάτω: «Έεε, ζα στραμότα! (τι ντροπή!). Να μας έβλεπες μπρε, πώς ορκιζόμασταν! Όλο το χωριό μας μάζεψαν στην εκκλησία να δώσουμε όρκο όλοι μαζί ότι δεν θα μιλάμε τη γλώσσα μας, γιατί το ευαγγέλιο, λέει είναι ελληνικό… Κατάλαβες; Και το θεό όπως τους ταίριαζε. Φαντάσου και να ‘ταν ο Χριστός Έλληνας…Γκόσποντι ντα μι πρόστι…(Κύριε, σχώρνα με!) Μέχρι και τους σταυρούς των πεθαμένων ξηλώνανε, αν δεν είχαν ονόματα ελληνικά…» Και λίγο πιο κάτω: «Μακάρι να σ’ αφήσουν να προκόψεις στην αστυνομία, να γίνεις σωστός, όχι σαν αυτούς που πέρασαν από μας… Σαν εκείνον τον ενωμοτάρχη, Σαμοβίλα τον λέγαμε, ξεφύτρωνε μπροστά σου εκεί που δεν το περίμενες. Πες θάλασσα, βόδι, μας δοκίμαζε, ήξερε για που δεν μπορούσαμε, τάλασσα λέγαμε, κι εκεί να δεις ξύλο…Κλοτσιές,  καρπαζιές, γελούσε κι από πάνω ο κερατάς…Μέχρι και στο βουνό που μαζεύαμε ξύλα πετάγονταν οι αγροφύλακες και μας έπιαναν που μιλούσαμε…Εμ, δεν θα μιλούσαμε; Σκάζαμε, μπρε, να μιλήσουμε, παίρναμε τα βουνά να πούμε με την ησυχία μας δυο λόγια… Άμα σε πάρουν τη γλώσσα σου, ούτε να σκεφτείς από μέσα σου δεν μπορείς!»

Το εύρημα της Κατερίνας Μόντη να φέρει αντιμέτωπους τον μειονοτικό χωροφύλακα, που πρόκοψε παρ’ όλα αυτά και έγινε ανακριτής της αντιτρομοκρατικής και τη μειονοτικό γιατρό που στα νιάτα της φλέρταρε με την αναρχία, αποδεικνύεται έξοχο. Ποιες ανθρώπινες χορδές θα ξυπνήσουν τάχα, χορδές  που λούφαζαν στο αίμα τους κάτω από την επιφάνεια του καθήκοντος αφενός και της ιδεολογικής συνέπειας αφετέρου; Και το θέμα η συγγραφέας το χειρίζεται με τον πιο πειστικά δραματικό τρόπο…

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Δεκαεννέα τριαντάφυλλα


 ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
 ΡΟΥΜΑΝΙΑ
 MIRCEA ELIADE
 ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΑΝΔΡΟΝΕ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 1999
σελ. 192

  
Ο καμβάς του έργου: Ο Άνγκελ Ντ. Παντέλε, ο κυρίαρχος χαρακτήρας του έργου,  θεωρείται κορυφαίος συγγραφέας στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα υπήρξε και υποψήφιος για το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ο Εουσέμπιου Νταμιάν, γραμματέας του και επιφορτισμένος με τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας του και τη δακτυλογράφηση των χειρογράφων του, καθώς και οικονόμος Αικατερίνα, τον υπηρετούν με περισσή αυταπάρνηση. Οπότε μια βραδιά, στην κυριολεξία από το πουθενά, ενσκήπτει στη συντροφιά τους ένα παράξενο ζευγάρι νεαρών ηθοποιών,  ο Λαουριάν και η Νικουλίνα,  και δίνει μια αυτοσχέδια παράσταση μπροστά τους. Ο πρώτος μάλιστα ισχυρίζεται ότι είναι γιος του "Μαέστρου", από μια ηθοποιό που πρωταγωνιστούσε προ τριακονταετίας σε ένα έργο του, το οποίο όμως δεν ανέβηκε στη σκηνή ποτέ! Ο Παντέλε δεν θυμάται αυτόν το δεσμό.
Εν πάση περιπτώσει την άλλη μέρα επιφορτίζει στο γραμματέα του να προσφέρει στο ζευγάρι- που θα παντρευόταν -μια ανθοδέσμη από δεκαεννιά κόκκινα τριαντάφυλλα (όσα ήταν και τα χρόνια της Νικουλίνας). Το ζευγάρι όμως εξαφανίζεται και, όπως αποκαλύπτεται αργότερα, είχε καταφύγει σε κάποιον πρωτοποριακό θίασο, του Ιερωνίμ Θανάσε που έκανε στο Σιμπίου εντατικές πρόβες για ένα έργο που αποδείκνυε τη μαγική λειτουργία της θεατρικής τέχνης! Επιδίωκε δηλαδή την ανάκληση αναμνήσεων του θεατή από το παρελθόν!. Οι  δυο τους μάλιστα –Παντέλε και Νταμιάν -προσκαλούνται να παρακολουθήσουν μια από τις παραστάσεις του θιάσου. Και βιώνουν μια συναρπαστική εμπειρία: μια σύγκρουση που δόθηκε  το 580 μ. Χ. ανάμεσα στις ρωμαϊκές λεγεώνες του τόπου και στις ορδές των Αβάρων που επήλαυναν…   
Μετά την παράσταση οι φίλοι μας προσκαλούνται σε κάποιον ξενώνα της υπαίθρου της μικρής πόλης, επιβιβάζζοντι σε δυο έλκηθρα – είναι χειμώνας - και εκεί ο Παντέλε «ξαναθυμάται» την (ερωτική) σκηνή που είχε ζήσει στον ίδιο χώρο πριν από τριάντα χρόνια με την πρωταγωνίστρια ηθοποιό του έργου του  και μητέρα του Λαουριάν! Και όχι μόνο αυτό: τα ίχνη του νεαρού ζευγαριού και του Παντέλε χάνονται στη συνέχεια από προσώπου γης! Προφανώς μετά την καταλυτική εκείνη παράσταση περνούν σε άλλη διάσταση του χωροχρόνου! Γιατί ούτε πληροφορίες για κάποιο τόπο διαφυγής τους ακούγονται, ούτε τα πτώματά τους βρίσκονται πουθενά, παρά τις διεξοδικές έρευνες του καθεστώτος, το οποίο βέβαια κάθε άλλο παρά  συνηγορεί με την υπόθεση της διαφυγής τους στο χωροχρόνο. Τους επόμενους μήνες όμως σε κάποιες ειδικές στιγμές, ο Νταμιάν βρίσκει έξω από την πόρτα του δεκαεννιά κόκκινα τριαντάφυλλα, τον αποστολέα των οποίων είναι αδύνατο να εξιχνιάσει.
Ο Μίρτσεα Ελιάντε (1907-1986) είναι αναμφισβήτητα κορυφαίος λογοτέχνης της  Ρουμανίας του εικοστού αιώνα. Από την άποψη αυτή ο Άνγκελ Παντέλε, αποτελεί το alter ego του. Ο ίδιος μάλιστα μας άφησε το εξής σημείωμα γι αυτό το έργο: «Δεν αμφιβάλλω για τη λογοτεχνική επιτυχία του έργου, αμφιβάλλω όμως για το αν θα γίνει κατανοητό το μήνυμά του, που κρύβεται διακριτικά κάπου ανάμεσα στα γράμματα». Και ο μεταφραστής του έργου σημειώνει επιγραμματικά: «Εδώ το ιερό ντύνεται με τα ρούχα του καθημερινού. Μόνο ο μυημένος μπορεί να διεισδύσει πέρα από την επιφάνεια, τη φαινομενικότητα. Η ιερή ουσία αποκαλύπτεται σε όσους ξέρουν να βλέπουν. Οι υπόλοιποι προσπερνούν τα θαύματα χωρίς να καταλαβαίνουν την ύπαρξή τους ή χωρίς να τα αντιληφθούν θεωρώντας τα ασήμαντα»
Μπορεί κανείς να φανταστεί πώς αντιμετωπίστηκε το έργο από τη Ρουμανία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού…
Το έργο πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1982 (Εκδόσεις Gallimard)

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Η Κόχη της Ντροπής


ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ISMAIL KADARE
ΑΛΒΑΝΙΑ
Η ΚΟΧΗ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΠΟΛΛΑ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΛΑΧΟΥ
ΡΟΕΣ 1985
σελ. 121

Στο ιστολόγιο που έχετε μπροστά σας  έχει εξαρχής δηλωθεί ότι δεν παρακολουθείται αναγκαστικά η επικαιρότητα της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής. Κι αυτό γιατί το πλήθος των λογοτεχνικών εκδόσεων που ξεφυτρώνουν καθημερινά σαν μανιτάρια δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με την ποιότητά τους. Τα περισσότερα έργα , μόλις κατακαθίσει ο κουρνιαχτός των πρώτων εντυπώσεων και της συστηματικής συχνά προβολής τους, δεν κατορθώνουν να αντισταθούν στο χρόνο. Αφανίζονται κάτω από τις βαριές μυλόπετρες του χρόνου… Εξάλλου οι εκδόσεις τους σπάνια ξεπερνούν τα χίλια αντίτυπα. Κάποια εντούτοις – ελάχιστα- κατορθώνουν να επανεκδοθούν και να απασχολήσουν εκτενέστερα το βιβλιόφιλο κοινό. Κατά κανόνα –γιατί υπάρχουν και οι εξαιρέσεις- αξίζει να ασχοληθεί κανείς μ’ αυτά.
Αντίθετα κάποια άλλα, αφού «σιτέψουν» για τα καλά με τα χρόνια,  επιδεικνύουν μια αξιοπρόσεχτη αντοχή και φαντάζουν επίκαιρα κι ας τα χωρίζουν από την πρώτη τους έκδοση δεκαετίες ολόκληρες…  Και επειδή οι εκδότες τους διστάζουν να τα επανεκδόσουν, καθώς το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό  τα υποδέχεται συνήθως με δυσπιστία, μένουν δυστυχώς στη σκιά και στην αφάνεια. Σ’ αυτή την κατηγορία μπορεί να κατατάξει κανείς την ολόκληρη σχεδόν την παραγωγή του αλβανού μυθιστοριογράφου Ismail Kadare.  Στο παρελθόν (29-3-2011) ασχοληθήκαμε με τα «Τρία τραγούδια για το Κοσσυφοπέδιο».
«Η Κόχη της Ντροπής» θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως το εμβληματικό έργο του μεγάλου αλβανού συγγραφέα (γεν. 1936), ο οποίος βέβαια έζησε και έδρασε στο Παρίσι όλα τα χρόνια του ολοκληρωτισμού που μάστιζε τη χώρα του. Δημοσιεύτηκε στο Παρίσι , μεταφρασμένο, το 1984 από  τις εκδόσεις Fayard και την επόμενη χρονιά (1985) μεταφράστηκε και στη χώρα μας (από τα γαλλικά) στις εκδόσεις Ροές. Σήμερα το μυθιστόρημα είναι εξαντλημένο.
Θα ήταν ασύγγνωστο σφάλμα να χαρακτηρίσει κανείς «ιστορικό μυθιστόρημα» την Κόχη της Ντροπής. Παρ’ όλο που το υπόβαθρό της στηρίζεται σε αδιάψευστα ιστορικά γεγονότα και συγκεκριμένα στην καταστολή της εξέγερσης του Αλή πασά των Ιωαννίνων το 1822 , στον αποκεφαλισμό του και στη μεταφορά του κεφαλιού του στην Κωνσταντινούπολη, για να εκτεθεί στη διαβόητη «Κόχη της Ντροπής»…
Η Κόχη της Ντροπής , σμιλευμένη πάνω από την πύλη των κανονιών , στην πλατεία των όπλων της οθωμανικής πρωτεύουσας δεν μένει ποτέ άδεια. Ο αυτοκρατορικός ταχυδρόμος Τουντζατά, επιφορτισμένος με το θλιβερό καθήκον της μεταφοράς τον κομμένων κεφαλιών από τα τέσσερα σημεία της αυτοκρατορίας, διασχίζει με ταχύτητα τεράστιες εκτάσεις για να μεταφέρει στην πρωτεύουσα όσο γίνεται λιγότερο αλλοιωμένα τα κεφάλια των ανυπάκουων και ο επιτηρητής της κόγχης Αμπντουλάχ ξημεροβραδιάζεται κάτω απ’ αυτήν, ενώ το αχόρταγο πλήθος πλημμυρίζει την πλατεία για να απολαύσει το φριχτό θέαμα. Και όλα αυτά μέσα σε μια ατμόσφαιρα, καθαρά σουρεαλιστική, καφκική θα λέγαμε…

Ο συγγραφέας όμως με αφορμή το αιματηρό αυτό γεγονός, βρίσκει την ευκαιρία να καταγγείλει τους όπου γης μηχανισμούς εξουθενωτικής καταπίεσης των απλών ανθρώπων  από το  κράτος και την κάθε λογής  εξουσία. Τι πιο λαμπρό παράδειγμα λοιπόν από εκείνο της Μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία περιέκλειε στους κόλπους της δεκάδες έθνη και λαούς, ανάμεσα στους οποίους και το λαό της πατρίδας του συγγραφέα, την Αλβανία;
Παρακολουθούμε λοιπόν με κομμένη την ανάσα τις μεθοδεύσεις της Υψηλής Πύλης , προκειμένου να εξουδετερώσει όλους εκείνους τους αξιωματούχους και τους υπαλλήλους της που αποχτούσαν δυσανάλογη με το αξίωμά τους δύναμη και σήκωναν κεφάλι. Και όταν το κεφάλι τους έπεφτε από κάποιον ειδικά απεσταλμένο αξιωματούχο, ερχόταν η σειρά του τελευταίου βρεθεί αντιμέτωπος με την ίδια μοίρα, γιατι θεωρούνταν επικίνδυνος. Όπως συνέβη με τον Χουρσίντ πασά, τον νικητή του Αλή...
Πολυδαίδαλοι μηχανισμοί και πολυάνθρωπες υπηρεσίες εργάζονταν συστηματικά, παρακολουθούσαν και κατέγραφαν όχι μόνο εκείνες τις ενέργειες των υπηκόων του πατισάχ, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν επαναστατικές, αλλά και τις απόψεις τους, τις σκέψεις τους , ακόμη και τα όνειρά τους! Απώτερος σκοπός όλης αυτής της συστηματικής παρακολούθησης ήταν η απεθνικοποίηση των διαφόρων εθνοτήτων της αυτοκρατορίας, η εκρίζωση της γλώσσας τους, του πολιτισμού τους γενικότερα  και η εξάλειψη της εθνικής τους μνήμης! Η διεργασία αυτή ακολουθήθηκε και στην Αλβανία μετά την καταστολή της εξέγερσης του Αλή

«Οι άνθρωποι αυτοί είχαν πάψει να έχουν δική τους γλώσσα, δεν είχαν πια ούτε έθιμα, ούτε ενδυμασίες , ούτε γάμους, ούτε χορούς, ούτε αλφάβητο, ούτε ιστορία, ούτε χρονικά, ούτε θρύλους. Τους είχαν απογυμνώσει εντελώς. Η μνήμη τους είχε συρρικνωθεί λίγο-λίγο, Όλα είχαν σβήσει απ’ αυτήν, όπως μια πεδιάδα ανεμοδαρμένη για χιλιάδες αιώνες που μεταβάλλεται τελικά σε έρημο, όπου δεν υπάρχουν παρά αμμόλοφοι που απλώνονται μονότονα μακριά , όλο και πιο μακριά, σε κυματισμούς που θυμίζουν γεωμετρία εφιαλτική». (σελ. 191)

Και αφού η καθημαγμένη,  η χωρίς γλώσσα και χωρίς εθνική μνήμη χώρα γονάτισε , φτάνει κάποιος ειδικός απεσταλμένος από τις ανατολικές εσχατιές της αυτοκρατορίας με κάποιο όνειρο υπηκόου της και το καταθέτει στο "Παλάτι των Ονείρων". Από την ερμηνεία του θα κριθεί η κατοπινή μοίρα του  λαού της...
Μήπως αυτή η χώρα θύμισε στον συγγραφέα την  Αλβανία του Εμβέρ Χότζα;